
Τροφική αλλεργία
Δυνητικά κάθε τροφή μπορεί να προκαλέσει τροφική αλλεργία, αλλά λίγες είναι οι τροφές οι οποίες μας απασχολούν στην κλινική πράξη. Οι πιο συχνές περιπτώσεις τροφικής αλλεργίας αφορούν το αγελαδινό γάλα, τα αυγά, τα φιστίκια ή/και άλλους ξηρούς καρπους, τα θαλασσινά, τη σόγια και το αλεύρι από σιτάρι.
Η γενετική προδιάθεση σε συνάρτηση με τις περιβαντολλογικές επιδράσεις, είναι σίγουρα ο κύριος λόγος για την εμφάνιση αλλεργίας. Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι η στιγμή που εισάγεται μία τροφή καθώς και η συχνότητα κατανάλωσης της, χωρίς να μπορούμε να είμαστε όμως απόλυτα σίγουροι γι αυτό. Τα μέχρι έως τώρα στοιχεία πάντως συνειγορούν ό,τι παλαιότερες πεποιθήσεις όπως η καθυστέρηση εισαγωγής ορισμένων τροφών στα βρέφη, όπως οι ξηροί καρποι, τα θαλασσινά κλπ, δεν ευσταθούν πλέον.
Η διάγνωση της τροφικής αλλεργία βασίζεται κατά κύριο λόγο στο ακριβές ιστορικό και κατά δεύτερο λόγο στις παρακλινικές εξετάσεις, δηλαδή τα αλλεργικά τεστ στο δέρμα και στον ορό του ασθενή.
Ως προς την βαρύτητα τους, οι αντιδράσεις τροφικής αλλεργίας μπορεί να ξεκινήσουν με ήπια μορφή όπως είναι η εμφάνιση εξανθημάτων, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αρκετά σοβαρές. Tο αναφυλακτικό σοκ το οποίο οδηγεί μέχρι και το θάνατο είναι η χειρότερη εξέλιξη μιας αντίδρασης τροφικής αλλεργίας. Συνήθως συμβαίνει σε ασθενείς οι οποίοι ήδη είχαν βιώσει κατ’ επανάληψη σοβαρά επεισόδια, πριν το θανατηφόρο. Υπολογίζεται ότι στις ΗΠΑ πάνω από 1000 άτομα το χρόνο γίνονται θύματα τροφικής αλλεργίας, με τα παιδιά να έχουν δέκα φορές μεγαλύτερο ρίσκο σε σχέση τους ενήλικες. Αυτό δυστυχώς συμβαίνει γιατί ο οργανισμός των παιδιών είναι ανώριμος, έχει λιγότερες αντοχές όταν αντιμετωπίζει μια αλλεργική αντίδραση και μάλιστα απέναντι σε αλλεργιογόνα τα οποία λόγω της καταποσής βρίσκονται σε μεγάλη ποσότητα μέσα στον οργανισμό του ασθενή. Πρακτικά τα τροφικά αλλεργιογόνα χωρίζονται ανάλογα με την επικινδυνότητά τους σε δύο κατηγορίες. Εκείνα τα οποία συνήθως οδηγούν σε ήπιας ή μέτριας σοβαρότητας αντιδράσεις και σε εκείνα που συνήθως οδηγούν σε σοβαρές αντιδράσεις, χωρίς όμως αυτός ο διαχωρισμός να είναι πάντοτε και ο κανόνας! Επίσης σε κάποιες ομάδες αλλεργιογόνων υπάρχει διαχωρισμός ως προς την κλινική πορεία της νόσου. Έτσι λοιπόν όσο περνάει ο χρόνος από την πρώτη εκδήλωση, τόσο αυξάνει η πιθανότητα να αποβάλλει ο οργανισμός την αλλεργία του. ‘Ενας λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ότι όσο περισσότερο ωριμάζει το γαστρεντερικό σύστημα, τόσο ωριμάζει και το ανοσοποιητικό του σύστημα και πλέον τείνει να απορροφά τις εν δυνάμει αλλεργιογόνες ουσίες με μεγαλύτερη ικανότητα ΄με αποτέλεσμα να κατορθώνει να απαλλαχθεί από κάποιες αλλεργίες. Γι’ αυτό και η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών με τεκμηριωμένες αλλεργικές αντιδράσεις σε συγκεκριμένες τροφές όπως τα αυγά, το γάλα αγελάδος και τη σόγια κατορθώνουν τελικά και τις καταναλώνουν στο μέλλον. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο με τροφές όπως οι ξηροί καρποί και τα οστρακοειδη, οι οποίες συγκαταλέγονται στις ισόβιες αλλεργίες και συχνά με πολύ βαριές αλλεργικές αντιδράσεις.
Ο ουσιαστικότερος τρόπος αντιμετώπισης των αλλεργικών αντιδράσεων είναι η πρόληψη – αποφυγή. Τα τελευταία χρόνια σημαντική θέση έχει και η απευαισθητοποίηση, η οποία φαίνεται όμως ότι αφορά πάσχοντες μέχρι και την ηλικία των 5 ετών. Η αποφυγή επιτυγχάνεται αφενός με την ενδελεχή ενημέρωση του γονέα ή/και του ασθενή από τον ιατρό καθώς και με την ενημέρωση του γονέα ή/και του ασθενή ως καταναλωτή, αναφορικά με τις αλλεργιογόνες ουσίες των τροφίμων, ώστε να αποφεύγεται η κατανάλωσή τους. Στην Ευρώπη τα συχνότερα αλλεργιογόνα που εμπεριέχονται στα συσκευασμένα τρόφιμα αναγράφονται υποχρεωτικά. Συγκεκριμένα υπάρχει Ευρωπαϊκή οδηγία, σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή όλων των συστατικών των τροφίμων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλλεργική αντίδραση. Στην Ελληνική νομοθεσία ήδη έχει ενσωματωθεί η εν λόγω οδηγία και υποχρεώνοντας τους κατασκευαστές ή εισαγωγείς τροφίμων να παραθέτουν αναλυτικά στοιχεία των συστατικών των τροφίμων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλλεργική αντίδραση. Η αναλυτική αναγραφή των συστατικών των πιθανών αλλεργιογόνων, αφορά το όνομα του συστατικού όχι την κατηγορία ή το είδος της τροφής και άσχετα με την ποσότητα, ενώ παλαιότερα υπήρχε αναφορά μόνο στην περίπτωση που η συγκέντρωση του πιθανού αλλεργιογόνου θα ξεπερνούσε σε περιεκτικότητα το 2%. Η ορθότητα αυτής της εκ του απειροελαχίστου αναφοράς είναι αναμφισβήτητη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν συνάνθρωποί μας (κυρίως παιδικής ηλικίας), οι οποίοι υφίστανται σοβαρές αντιδράσεις μετά από έκθεση τους απλώς και μόνο στην οσμή των αλλεργιογόνων (συνήθως πρόκειται για ξηρούς καρπούς και θαλασσινά)..
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι πληροφορίες της ιστοσελίδας είναι γενικής φύσεως και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την άμεση εκτίμηση – πληροφόρηση εκ μέρους ενός ειδικού.