
Φαρμακευτική αλλεργία
Οι φαρμακευτικές αλλεργίες αποτελούν μία υποκατηγορία από το σύνολο των
απρόβλεπτων παρενεργειών μίας φαρμακευτικής ουσίας ή των εκδόχων του σκευάσματος
που τα περιέχει. Είναι εκείνες οι απρόβλεπτες ενέργειες που αφορούν άτομα γενετικά
προδιαθετημένα, τα οποία ενώ λαμβάνουν το δεδομένο φάρμακο στην συνήθη δοσολογία
(θεραπευτική, προφυλακτική, διαγνωστική κλπ), παραδόξως εξαπολύουν μια αδόκιμη
ανοσολογική απάντηση έναντι του συγκεκριμένου φαρμάκου, με καταστρεπτικές ενίοτε
επιπτώσεις.
Για να κατανοήσει κανείς τι σημαίνει φαρμακευτική αλλεργία θα πρέπει πρώτα να
καταλάβει τι σημαίνει ανεπιθύμητη ενέργεια και συγκεκριμένα με ποιο τρόπο ορίζεται η
έννοια, αλλεργία σε ένα φάρμακο. Σύμφωνα με τις σύγχρονες παραδοχές λοιπόν, οι
ανεπιθύμητες ενέργειες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
Τύπου Α ή προβλέψιμες από την Αγγλική λέξη Augmented, θέλοντας να τονιστεί η
συσχέτιση τους με την υψηλή δόση που απαιτείται για την εκδήλωση της ανεπιθύμητης,
αλλά γνωστής ενέργειας σε περίπτωση υπερδοσολογίας του φαρμάκου.
Τύπου Β ή απρόβλεπτες ή από την Αγγλική λέξη Bizarre δηλαδή παράδοξος, θέλοντας να
τονιστεί το απρόσμενο αποτέλεσμα κατά την χορήγηση τους.
Στατιστικά το 80% του συνόλου των ανεπιθύμητων ενεργειών, είναι αναμενόμενου τύπου
όπου έχουμε μια γνωστή ανεπιθύμητη ενέργεια της ουσίας, συνήθως από υπερδοσολογία
του φαρμάκου σε φυσιολογικά άτομα, ενώ στο υπόλοιπο 20% υπάρχει αλληλεπίδραση
μεταξύ της ουσίας από την μια πλευρά και άτομο επιδεκτικό για να αντιδράσει από την
άλλη.
Στο προαναφερθέν 20% οι φαρμακευτικές αλλεργίες είναι περίπου οι μισές,
αποσπώντας το 7 έως 10% του συνόλου των απρόβλεπτων ανεπιθύμητων ενεργειών από
φάρμακα. Γενικότερα υπάρχει η εκτίμηση πως 5% των ατόμων του γενικού πληθυσμού
μπορεί να αναπτύξει κάποιο είδος φαρμακευτικής αλλεργίας, ποσοστό που ολοένα και
αυξάνει δεδομένης της διαρκώς αυξανόμενης χρήσης φαρμακευτικών ουσιών.